Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας

Ο τελευταίος από μια γενιά φωτογράφων οι οποίοι διαμόρφωσαν και καθόρισαν τη φωτογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας


Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα• είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ
ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα’ θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη• πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το ‘ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω• έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα. […] Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή• ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ’ αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω• δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ’ αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ’ ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση»• και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω.
Απόσπασμα από το λεύκωμα Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος - Αθήνα 2006.

http://photo-estiasi.gr/smf/index.php?topic=367.0







Kostas Balafas is one of the leading Greek exponents of humanist photography in the post-war period. The part of his oeuvre dedicated to ordinary working-class people and, particularly, to the inhabitants of isolated villages in Epirus, has been repeatedly publicised over the past 20 years through exhibitions and publications.
As he personally enlisted in the 85th Regiment of ELAS in 1945, he recorded on camera the struggle of the people of Epirus against the invaders, well aware that he was recording historical moments for future generations. Using film stock that fell from the sky - literally, as it fell off an Italian bomber – he recorded villages destroyed, the plotting involved in the start of an armed struggle, the marches and battles of the resistance fighters, mourning mothers, as well as celebrations on the liberation of Ioannina.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου